ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
το, Ν
1. καπνοδόχος πλοίου, τζακιού, εργοστασίου
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που καπνίζει πολλά τσιγάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fogara].