καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
φορολογῶ, -έω, Ν ΜΑ φορολόγος
επιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.)
μσν.-αρχ.
εισπράττω τους φόρους.