φορολογώ

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

φορολογῶ, -έω, Ν ΜΑ φορολόγος
επιβάλλω φόρους ή δασμούς (α. «η κυβέρνηση φορολογεί και τους αγρότες με χαμηλό εισόδημα» β. «πολλὰ μέρη τῆς Σικελίας ἐφορολόγουν», Πολ.)
μσν.-αρχ.
εισπράττω τους φόρους.