φιλοτελής
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
-ές, Ν
φιλοτελιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τελής (< τέλος «φόρος, δασμός»), πρβλ. ισο-τελής. Η λ., στον πληθ. φιλοτελεῖς, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].