φοιβολάλος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek (Liddell-Scott)

φοιβολάλος: μάντις, ἡ, φοιβολάλος τρίπους, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, σ. 45.

Greek Monolingual

-ον, Μ
φοιβηλάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].