βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Νναυτ.(ιδιωμ. τ.) κάνω τραβερσάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traversare «διέρχομαι, διαπλέω»].