πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
το, Ν1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμόςβ) δυσανασχέτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].