τσίνισμα

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (για υποζύγιο) λάκτισμα, κλοτσιά
2. μτφ. (για πρόσ.) α) εξοργισμός
β) δυσανασχέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινώ + κατάλ. -ισμα (< ρ. σε -ίζω)].