τριψήφιος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που αποτελείται από τρία ψηφία («τριψήφιος αριθμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ψήφιος (< ψηφίον), πρβλ. πεντα-ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].