τσακίδια
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
τα, Ν
1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί
2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» — φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. -ίδια (πρβλ. πριον-ίδια)].