τοπαζόλιθος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) σπάνιο ασβεστοσιδηρούχο ορυκτό της ομάδας τών γρανατών το οποίο μοιάζει με τοπάζι και αποτελεί ποικιλία του ανδραδίτη, με κιτρινωπό ή πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topazolite < τοπάζιον + λίθος.