τοπαζόλιθος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) σπάνιο ασβεστοσιδηρούχο ορυκτό της ομάδας τών γρανατών το οποίο μοιάζει με τοπάζι και αποτελεί ποικιλία του ανδραδίτη, με κιτρινωπό ή πράσινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. topazolite < τοπάζιον + λίθος.