σωματοτροπίνη

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ή σωματοτροφίνη, η, Ν
(βιοχ.) υποφυσιακή ορμόνη η οποία επιδρά στη σωματική αύξηση, αλλ. αυξητική ορμόνη ή σωματοτρόπος ορμόνη ή σωμαθορμόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotropin < somatotropic (βλ. σωματοτρόπος) + κατάλ. -in της χημ. ορολογίας].