Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοτρόπος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

-ο, Ν
φρ. «σωματοτρόπος ορμόνη»
(βιοχ.)
η σωματοτροπίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatotropic (< σώμα, σώματος + τρόπος)].