ταξί

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. αγοραίο αυτοκίνητο με οδηγό, το οποίο ναυλώνεται για τη μεταφορά επιβατών μεταξύ οποιωνδήποτε σημείων της αστικής ή προαστιακής περιοχής πόλεως έναντι κομίστρου, που προσδιορίζεται με μετρητή ή βάσει ζωνικού συστήματος ή και έναντι ενιαίου τιμολογίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. taxi, συγκεκομμένος τ. του taximetre (< τάξη + μέτρο)].