τετράζυξ

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

German (Pape)

[Seite 1097] υγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος; κόσμος, Nonn. D. 12, 170.

Greek (Liddell-Scott)

τετράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος, Νόνν. Δ. 7. 6.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
τετράζυγος
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τί-ζυξ].