τερύνης

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

German (Pape)

[Seite 1095] ὁ, s. das Folgde.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «τετριμμένος ὄνος, καὶ γέρωνδυσανάληπτος γέρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρυς «ασθενής, λεπτός» με έρρινο ένθημα και κατάλ. -ης (πρβλ. αρχ. ινδ. taruna-, αβεστ. tauruna- «νέος, λεπτός»)].