τραχύσπερμο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό με επιμήκη καρπό ο οποίος καλύπτεται από υπόλευκες φλύκταινες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachyspermum (< τραχύς + σπέρμα)].