θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
-ον, Ααυτός που είναι λίγο ή αρκετά φανερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δῆλος «φανερός»].