Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
-ον, Ααυτός που είναι λίγο ή αρκετά φανερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δῆλος «φανερός»].