υποκάρπιος
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
-ον, Α
(για αρτηρία) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετα-κάρπ-ιον)].