φραγμών
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
German (Pape)
[Seite 1302] ῶνος, ὁ, Dornhecke, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φραγμών: -ῶνος, ὁ, φράκτης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
φράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγ-μα) + επίθημα -μων (πρβλ. κηδε-μών)].