φτωχονοικοκύρης
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
ο, Ν
1. άνθρωπος φτωχός αλλά νοικοκύρης
2. νοικοκύρης με μικρό νοικοκυριό.
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ο, Ν
1. άνθρωπος φτωχός αλλά νοικοκύρης
2. νοικοκύρης με μικρό νοικοκυριό.