Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νοικοκύρης

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

νοικοκύρης, ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκεράνοικοκύρης και νοικοκύρις)
οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης
2. σύζυγος
3. κύριος, αφέντης κάποιου
4. αυτός που έχει οικονομική άνεση, ευκατάστατος («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)
5. συνετός διαχειριστής τών υποθέσεων του οίκου, οικονόμος
6. (το αρσ.) καλός οικογενειάρχης
7. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει πολύ για την τάξη και ευπρέπεια του σπιτιού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης - κύριος). Το -ν- του τ. οφείλεται στην στενή συνεκφορά της λ. οικοκύρης με την αιτ. του άρθρου: τον οικοκύρη > νοικοκύρη > νοικοκύρης].