χαλκευτήριο
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
Greek Monolingual
το / χαλκευτήριον, ΝΜΑ
το εργαστήρι του χαλκουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω + κατάλ. -τήριον].
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
το / χαλκευτήριον, ΝΜΑ
το εργαστήρι του χαλκουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω + κατάλ. -τήριον].