χαρουπιά
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
Greek Monolingual
και καρουπιά, η, Ν χαρούπι
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κερατονία, που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες, αλλ. ξυλοκερατιά.