χαριτόπωλις
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: χᾰρῐτόπωλις | Medium diacritics: χαριτόπωλις | Low diacritics: χαριτόπωλις | Capitals: ΧΑΡΙΤΟΠΩΛΙΣ |
Transliteration A: charitópōlis | Transliteration B: charitopōlis | Transliteration C: charitopolis | Beta Code: xarito/pwlis |
ιδος, ἡ,
A she who sells her favours, Tab.Defix.68a.6.
-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά τις χάρες της, τα κάλλη της, η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -πωλις, θηλ. του -πώλης].