χειροδίκαιος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
[ῐ], ον, = sq., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χειροδίκαιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χειροδίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειροδίκ-ης + κατάλ. -αιος].