ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
-άω, Ν1. χορεύω αναπηδώντας2. αναπηδώ ζωηρά ή με ρυθμό, ιδίως από χαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πηδώ].