χλοιώδης
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
German (Pape)
[Seite 1359] ες, gen. εος, = χλοώδης.
Greek (Liddell-Scott)
χλοιώδης: -ες, ἴδε χλοώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
ιων. τ. βλ. χλοώδης.