χλοώδης
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
English (LSJ)
χλοῶδες, grass-green, greenish-yellow, pale, Hp.Epid.4.13, Pl. Ti.83b, Thphr. HP 3.18.8, 7.9.2, Gp.10.74.1.
German (Pape)
[Seite 1360] ες, gen. εος, dem grünen Grase od. Getreide ähnlich, bes. grüngelb, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χλοώδης: -ες, γεν. εος, (εἶδος) πράσινος ὡς ἡ χλόη, κιτρινοπράσινος, χλωρός, Ἱππ. 1129 ἐν τέλει, πρβλ. Foës. Oec., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8., 7. 9, 2.
Greek Monolingual
-ες / χλοώδης, -ώδες, ΝΜΑ, και ιων. τ. χλοιώδης Α χλόη
χλωρός, πράσινος
νεοελλ.
καλυμμένος με χλόη.