χλοώδης

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοώδης Medium diacritics: χλοώδης Low diacritics: χλοώδης Capitals: ΧΛΟΩΔΗΣ
Transliteration A: chloṓdēs Transliteration B: chloōdēs Transliteration C: chloodis Beta Code: xlow/dhs

English (LSJ)

χλοῶδες, grass-green, greenish-yellow, pale, Hp.Epid.4.13, Pl. Ti.83b, Thphr. HP 3.18.8, 7.9.2, Gp.10.74.1.

German (Pape)

[Seite 1360] ες, gen. εος, dem grünen Grase od. Getreide ähnlich, bes. grüngelb, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλοώδης: -ες, γεν. εος, (εἶδος) πράσινος ὡς ἡ χλόη, κιτρινοπράσινος, χλωρός, Ἱππ. 1129 ἐν τέλει, πρβλ. Foës. Oec., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8., 7. 9, 2.

Greek Monolingual

-ες / χλοώδης, -ώδες, ΝΜΑ, και ιων. τ. χλοιώδης Α χλόη
χλωρός, πράσινος
νεοελλ.
καλυμμένος με χλόη.