αρτιδάικτος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Greek Monolingual
ἀρτιδάικτος, -ον (AM)
αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)].