δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
3ᵉ pl. ao.2 Moy. poét. de ἀγείρω.
ἀγέροντο: Επικ. γʹ πληθ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀγείρω.