τοσάκις

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

German (Pape)

[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.

Greek (Liddell-Scott)

τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.

French (Bailly abrégé)

adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.

Greek Monolingual

ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].

Greek Monotonic

τοσάκῐς: [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., (τόσος), τόσες πολλές φορές, τόσο συχνά, σε Ομήρ. Ιλ.