ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
inf. f. Act. épq. de πέμπω.
πεμψέμεναι: Επικ. αντί πέμψειν, απαρ. μέλ. του πέμπω.