ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
inf. f. Act. épq. de πέμπω.
πεμψέμεναι: Επικ. αντί πέμψειν, απαρ. μέλ. του πέμπω.