δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
SourceGreek (Liddell-Scott)
ᾖσμεν: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειμεν, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. poét. de *εἴδω.
Greek Monotonic
ᾖσμεν: Αττ. αντί ᾔδειμεν, αʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.