δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.
κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.
κειρύλος, ὁ (Α)βλ. κηρύλος.
κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.