εὐνῆφι

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek (Liddell-Scott)

εὐνῆφι: εὐνῆφιν, Ἐπικ. γεν. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ εὐνή.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de εὐνή.

Greek Monotonic

εὐνῆφι: -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του εὐνή.