ἐΰρριν
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ἐΰρροος, Ep. for εὔριν, εὔροος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰρρῑν: ἐΰρροος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔρῑν, εὔροος.
Greek Monotonic
ἐΰρριν: ἐΰρ-ροος, Επικ. αντί εὔ-ριν, εὔ-ροος.