ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
[Seite 685] lon. = δύσοσμος, w. m. s.
ος, ον :qui sent mauvais, fétide;Sp. δυσοδμότατος.Étymologie: δυσ-, ὀδμή.
δύσοδμος: Ιων. αντί δύσοσμος.