βλιτομάμας
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
c. βλιτομάμμας.
βλῐτομμάμας ή βλιτομάμας: -ου, ὁ, χαζός, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).