βλιτομάμας

From LSJ
Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

French (Bailly abrégé)

c. βλιτομάμμας.

Greek Monotonic

βλῐτομμάμας ή βλιτομάμας: -ου, ὁ, χαζός, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).