καπφάλαρα

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

German (Pape)

[Seite 1324] richtiger κὰπ φάλαρα, s. κάπ.

Greek (Liddell-Scott)

καπφάλαρα: ἧττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κάπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα Ἰλ. Π. 106.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κὰπ φάλαρα;
v. κάπ.

Greek Monotonic

καπφάλαρα: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα.