θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
κεχᾰρισμένος: -ένως, ἴδε ἐν λέξ. χαρίζομαι ΙΙ.
η, ον :v. χαρίζομαι.
see χαρίζομαι.
κεχᾰρισμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του κᾰρίζομαι.