οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
κεφᾰλῆφι: -ῇφι, Ἐπ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ κεφαλή, Ὅμ.
gén. et dat. épq. de κεφαλή.
κεφᾰλῆφι: -ῇφι, Επικ. γεν. και δοτ. του κεφαλή.