Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Full diacritics: κλεπτέον | Medium diacritics: κλεπτέον | Low diacritics: κλεπτέον | Capitals: ΚΛΕΠΤΕΟΝ |
Transliteration A: kleptéon | Transliteration B: klepteon | Transliteration C: klepteon | Beta Code: klepte/on |
A one must conceal, S.Ph.57.
κλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κλέψῃ, νὰ κρύψῃ, τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον Σοφ. Φιλ. 57.
κλεπτέον: ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.