νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de μίγνυμι.
μίκτο: ή μῖκτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του μίγνυμι.