μίκτο

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. Moy. poét. de μίγνυμι.

Greek Monotonic

μίκτο: ή μῖκτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του μίγνυμι.