πεξῶ
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monotonic
πεξῶ: Δωρ. αντί πέξω, μέλ. του πέκω.
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
πεξῶ: Δωρ. αντί πέξω, μέλ. του πέκω.