Πιερικός

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.